τρυφητιώ

τρυφητιώ
-άω, Α
(εφετικό τού τρυφώ)
1. επιθυμώ την τρυφηλή ζωή
2. είμαι επιρρεπής στις σαρκικές ηδονές και στις ασωτείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφητής + κατάλ -ιῶ / -ιάω (πρβλ. ναυτ-ιῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”